- κοσμοσυρροή
- ηκοσμοπλημμύρα, συγκέντρωση μεγάλου πλήθους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμοσυρροή — η συνάθροιση πλήθους ανθρώπων, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανθρωποσυρροή — η κοσμοσυρροή, συγκέντρωση ανθρώπων που έρχονται στο ίδιο σημείο από πολλές διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον συγγραφέα Χ. Χρηστοβασίλη] … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοπλημμύρα — και κοσμοπλήμμυρα, η μεγάλο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε ένα μέρος ή κινούμενο προς μια κατεύθυνση, κοσμοσυρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλημμύρα. Η λ., στον τ. κοσμοπλήμμυρα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λαοσυναξία — λαοσυναξία, ἡ (Μ) κοσμοσυρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σύναξη, κατά τα ον. σε ία] … Dictionary of Greek
πλακωσιά — η, Ν συρροή, συνήθως απροσδόκητη, πλήθους ανθρώπων σε έναν τόπο, κοσμοσυρροή, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλακωσ τού αορ. τού πλακώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. αρματωσ ιά, σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
πολυκοσμία — η, Ν συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, κοσμοσυρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόσμος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
ανεπανάληπτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να επαναληφθεί: Η κοσμοσυρροή εκείνη μένει ανεπανάληπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)